παρόχθιος

παρόχθιος
-α, -ο
αυτός που βρίσκεται δίπλα ή κοντά στην όχθη ποταμού ή λίμνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + όχθη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρόχθιος — α, ο αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κοντά στις όχθες λίμνης ή ποταμού: Παρόχθιες εκτάσεις. – Παρόχθιοι κάτοικοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • σπιλάς — (I) άδος, ἡ, Α 1. παράκτιος ή παρόχθιος βράχος διαβρωμένος από το νερό (α. «ῥεῑθρον ἀπὸ σπιλάδων», Θεόκρ. β. «νῆάς γε ποτὶ σπιλάδεσσιν ἔαξαν κύματα», Ομ. Οδ.) 2. πέτρα, πλάκα («κατ ἄκρας σπιλάδος», Σοφ.) 3. κοίλος βράχος, σπήλαιο 4. ως επίθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”